- σκυτοκόλεος
- -ον, Ααυτός που έχει κολεό σκύτινο, θήκη δερμάτινη («σκυτοκόλεοι μάχαιραι», πάπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + κολεός «θήκη ξίφους» (πρβλ. σιδηρο-κόλεος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κολεός — I Επίπεδη βάση φύλλων, η οποία περιβάλλει τον βλαστό κατά μήκος των γονάτων και συναντάται κυρίως στα άμισχα φύλλα των μονοκοτυλήδονων φυτών, όπως είναι το σιτάρι και τα άλλα αγρωστώδη φυτά. Διακρίνοναι δύο τύποι κ.: ο ανοιχτός και ο κλειστός·… … Dictionary of Greek